σχετλιασμός

σχετλιασμός
ο, ΝΑ [σχετλιάζω]
1. έντονο παράπονο, που συνήθως συνοδεύεται από αγανάκτηση και οργή
2. έκφραση, παράπονο, μεμψιμοιρία, κλάμα
αρχ.
σχετλιαστικό επιφώνημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σχετλιασμός — indignant masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχετλιασμοῖς — σχετλιασμός indignant masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχετλιασμοί — σχετλιασμός indignant masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχετλιασμοῦ — σχετλιασμός indignant masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχετλιασμούς — σχετλιασμός indignant masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχετλιασμῷ — σχετλιασμός indignant masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχετλιασμόν — σχετλιασμός indignant masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”